Νύχτα
Ουρανοί
μυθικοί, τάχα ψεύτικοι
χέρια
αγγέλων σα φωτιά
θυμήσου
μακριά μια θάλασσα
κύματα
μιας βαθιάς ματιάς
ξυπνούν ρίγη ενός έρωτα χωρίς τέλος
Πόλη
Πλανήθηκα στα μάτια της νύχτας
υγρά, πλάνα
Τρέκλισα μεθυσμένος στα σοκάκια της
γέλασα με τους θεούς της
Μας είδα μες στο σκοτάδι
στην αγκαλιά μας ν’αφηνόμαστε
για τελευταία φορά
ξέραμε
Δε θα’μαστε ποτέ ξανά εδώ
Μέθεξη
Τα χρώματα του δειλινού
ξυπνούν όνειρα μα κι αλήθειες
«Ζώντας μες στο φόβο δε ζεις»
Η ζωή που ασφυκτιά στο καλούπι της
«Μόνη πατρίδα μας η Γη»
Ένα ρολόι μας μαχαιρώνει τις νύχτες
Θόρυβοι, σημαιάκια, θρίαμβοι, τηλεοράσεις
μας συνθλίβουν
Μόνοι μας φάροι
ο απόλυτος έρωτας,
οι ψυχές των παιδιών,
η οργή των αδύνατων
Μέθεξη
Οπάλινη Ανατολή
Νύχτα, μέσα απ΄το παράθυρο του μπαρ και τις κιθάρες
κλαδιά δέντρων κι ένας ουρανός γκριζογάλανος
παράξενος, ποιό είναι το καινούργιο νεύμα;
Ποίησή μου κι εσύ
με λέξεις, κραυγές, συσπάσεις, γαλάζια μάτια θάλασσες
ακατάληπτες, δικές μου
Κρύο, κοχύλια, γιασεμιά
τα δάχτυλά σου
το θεϊκό κίτρινο της Αρλ
έντονα χρώματα στην παλέτα
Ρόδινα χρώματα
ακρογιαλιές που τρέξαμε μαζί
φως του Ήλιου που θα δουν άλλοι, ίσως
μέσα απ’τα μάτια μας
με μια γαλήνη μυστική
για όλο το Ρεύμα της Ζωής
Μια μαγική Ανατολή στο Νησί
ξέρω – είναι αιώνες τώρα
που φέρνεις τον άνεμο στην πνοή μου
Με κόμπο στο λαιμό, Κυριακή, στο Στάδιο η μέρα τέλειωνε
αφήνοντας μικρές ευχές να παραληρούν
καλό βράδυ γνέφουν οι σιωπηλοί ιππότες
Χιόνιζε έξω θρύψαλα του σκοτεινού ουρανού
άστρα ομίχλες σύννεφα νερό
κλώτσαγε ο άνεμος δέντρα ασθενικά της πόλης
πίσω απ’τα μάτια της οι αισθήσεις ψιθύριζαν ρομάντζα παλιά
ιστορίες ξεχασμένες
καλούσε αρχαία κανάλια
γύρευε το χάδι της νύχτας όταν αργά
έγερνε αλλοπαρμένη στο κρεβάτι της
Η κλεψύδρα αμείλικτη, άμμος πικρή, ασταμάτητη
δε μετρά εκφράσεις προσώπων, λόγια ακριβά,
καημούς που δεν έφτασαν ως εδώ
τους προσπέρασε ο χρόνος
τους έκλεισε σε σκονισμένα,
παλιά αρχεία που κανείς δε θα διαβάσει
ξέρω κι εσύ κάποτε, όπως εγώ τώρα, πόνεσες – και πιο πολύ
όμως το κράτησες τόσο πολύ μέσα σου, εσύ
Κι είναι γι’αυτό τα μάτια μας υγρά
Γαλάζιο πουκάμισο, μορφές ευγενικές,
η ατέλειωτη παραλία
τα Νησιά του κόκκινου, βότσαλα μαύρα, πέτρινα σπίτια
μια κιθάρα βογγάει μελωδίες έρωτα
Τα τραγούδια που παίζουν ακόμη
οι χαραγματιές, ένας καθρέφτης ραγισμένος
τα αγκάθια της αυλής, δροσιά, χαμογελούσες
Ακούω μια λευκή μελωδία να ξαπλώνει αιώνες φωτός
αστέρια στο βραδινό ουρανό, μαλλιά ξέπλεκα,
μαργαριτάρια, ο λαιμός της Ιουλιέττας γυμνός με μια τιραντίτσα,
ζεστά δάχτυλα, μάτια πράσινα,
ένα κομματάκι ουρανός μέσα απ’τα τζάμια του Ιουνίου
Παίξτε αργά με βιολιά παλιά, χωρίς τύμπανα,
μουσικοί της νυχτιάς μας μεθυσμένοι…
Τσέλα
Κλαίνε τα τσέλα
εκείνο το φρέσκο κορίτσι
χάθηκε στους δρόμους της πόλης
σα γάτα που κρύβεται γοργά
περπατώ μονάχος αργά
πολεμώντας την κακοτυχία μου
χαμένη, θολή μέρα
ανασύρω μια παιδική μου προσευχή
διδαγμένη από ανόητους
μα αγνή για μένα
Βιομηχανία πόνου τα δημόσια ταμεία.
Στου σπιτιού μας τη θαλπωρή
τη νύχτα ένοιωσα μια απειλητική παρουσία
στο δωμάτιο όπως κοιμόμουν
ξύπνησα – δεν ήταν κανείς.
Αναμετριέμαι με το παλιό πάθος αμήχανος
ψάχνοντας τους ανοιχτούς ουρανούς
τον σπασμένο ορίζοντα
τα μεγάλα φορτηγά πλοία
μ’εμπορεύματα βαριά φορτωμένα
νόμιμα και παράνομα
Σχισμένα πανιά, φως χαμηλό
σε βρήκα σ’ένα παλαιοπωλείο
πούλησες τις φωτογραφίες μας
μας είδα στο κέντρο ενός κάδρου
βάδιζα ερείπιο με κουρέλια
κάτω από τα σκαλιά σου
ποια νύχτα σε πήρε, λάφυρο πολέμου;
Ο βήχας μου δυνάμωσε
Βροχή
Η βροχή άρχισε…
Νερό της πρώτης αρχαίας δίψας.
Τα λιβάδια έχουν άνεση χώρου και χρώματα
έλα, ας πάμε εκεί
ν’ανασάνουμε λεύτεροι
παραμένω γαλήνιος
ο ήλιος δυναμώνει, φωτίζει τα πρόσωπα
στο βουνό μας σκυλιά, περιστέρια, σπουργίτια, παιδάκια
πώς τα κοίταζε ο φίλος μου
με πόση στοργή, πόσο βαθιά
Στέκεται στο φως ψύχραιμα και άνετα
με μια πηγαία καλοσύνη που θεραπεύει
Και τώρα, εδώ μες στην κτίση,
μετά από τόσα πάθη,
γεννιέμαι καινούργιος
μ’όλες τις παλιές εμμονές
βελτιωμένες, τελειοποιημένες
Παλιά είχε ζωή μες στα τραγούδια θυμάμαι…
η πόλη μοιάζει φιλική
η λήθη δεν ήρθε ακόμη
στην ουσία πάψαμε να την προσμένουμε
Καταφύγιο
Έγραψα σιωπές, έγραψα παλινωδίες
κατηφόρες χωρίς γυρισμό
ουρανούς δίχως ήλιους
είδα καθαρά τους γείτονες να γιορτάζουν
άκουσα καλά τ’άσματά τους
βασισμένα σ’έρευνα αγοράς
μα εγώ δραπέτευσα για πάντα
χαϊδεύω τα όνειρα των αλητών
αγγίζω το αιώνιο φως του ήλιου
το θεϊκό γαλάζιο των νησιών
σιγοτραγουδάω σκοπούς παλιούς
κρύβομαι σε κήπους ολάνθιστους
Κάρφωσα στον τοίχο τη ζωγραφιά που μου χάρισε
ένα θλιμμένο κορίτσι με υγρά μάτια
την κοιτώ κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ
ταξιδεύω μαζί της
στο Παρίσι, στις Ινδίες, στο Νεπάλ
με προσέχει και μου χαμογελά
χορεύουμε στο δάσος και μοιάζει νεράιδα
πίνουμε τη μουσική σε δυο μεγάλες κούπες
ο άνεμος μας παρασύρει στη θάλασσα
ακούμε τα τύμπανα των ιθαγενών
φιλιόμαστε για ώρες
το δέρμα της είναι απαλό
στην προσευχή της
πάντα εκλιπαρεί για μένα
μ’αγαπαέι όπως παλιά
με το ίδιο πάθος
το ίδιο βαθιά
κι ας πάνε χρόνια που έχω να τη δω
Πληγές
Έναστρη νύχτα, μιλούν τ’άστρα στους μοναχικούς,
άκουγες τα λόγια των τρελών κι έτρεμες
«Έλα, μωρέ, βγες έξω, παίξε, χαμογέλα»
μου ‘χες πει χρόνια πριν
Τώρα μένω χλωμός και ξέμπαρκος τις νύχτες,
μουντζουρώνω χαρτιά και φτύνω καπνό.
Κι όμως είναι ωραία έξω!
Βρέξε τις πληγές σου στο νερό της βροχής!
Ισορροπία
Όταν σε σήκωνα ψηλά,
εσύ ένας γίγαντας
πηγαίναμε αγκαλιά στο κρεβάτι μου
σου ‘δινα κολόνια
κι έλεγες ˝αγαπάω, αγαπάω, αγαπάω˝
η μοναξιά μ’ είχε κτίσει
ανάθεμα μεγάλο
άντεξα
άντεξα
με τις πρώτες μουσικές ξύπναγα
˝καφές και τσιγάρο˝
μικρές στιγμές ευτυχίας
η εκδρομή μακριά
αχ να σταθώ όρθιος στα πόδια μου!
Η Μητέρα μου
Όλη μέρα παλεύοντας
μέσα μου κι έξω μου
πιάστηκα στα γαλήνια μάτια της
στο παλιό της παραμύθι
στις κουβέντες της
σοφές και γλυκές
στο κουράγιο που μου ‘δωσε
στο νοσοκομείο
(πόση δυστυχία)
πόσες τραγικές φιγούρες
πόσοι αδύναμοι άνθρωποι
κακογερασμένοι
Πόση αγάπη μάς πρέπει
εμάς των αδυνάτων
Οίνος
Κι όταν τα ποτήρια αδειάζουν
φοβάμαι ότι τέλειωσε το κρασί
κι η μουσική επίσης
και μαύρη μοίρα
άξεστη και αγενής
μας περιμένει,
εκεί έξω στο δρόμο.
Οι χαμένες πεταλούδες
Έκλαψα για τις χαμένες πεταλούδες
κορμιά αφημένα στο κρύο
η βροχή της πόλης μάς περικύκλωσε
πες μου πού να πήγαν οι καστανάδες
που στέκονταν σκυφτοί, ζαρωμένοι
πάνω απ’ την πραμάτεια τους;
Ναδίρ και Ζενίθ
Όποιος έφτασε στο ναδίρ του
βρήκε και
το γλυκόπικρο ζενίθ του.
Αλλά δεν βρήκε ευτυχία.
Όποιος δεν έφτασε ποτέ στο ναδίρ του
ποτέ δε βρήκε
το γλυκόπικρο ζενίθ.
Ωστόσο,
βρήκε γαλήνη και ευτυχία.
Ο Κήπος μου
Στον κήπο μου (ένα μικρό μπαλκόνι)
ανθίζουν μόνο δυο όμορφα γεράνια
μόνα, κατάμονα
με τη βροχή να τα δέρνει
με τα μάτια των ανθρώπων
να τα ξεριζώνουν
αδύναμα, λιτά και θλιμμένα.
Τ’ αγαπώ τόσο πολύ,
μοιάζουν σα να ΄ταν κήπος
και στο βάθος το βουνό
Ω, να γινόμουν
ένας καλός κηπουρός,
κι όταν τα μάτια των οχτρών
θα ήταν πια μακριά,
με τα τραύματα μου επουλωμένα
θα μπορούσα να τραγουδήσω
να σφυρίξω, να χορέψω
να σκύψω στη μάνα Γη.